Νότια Ρόδος – Τουρκοκρατία

Ο Σουλτάνος ο Σουλεϊμάν «ο Μεγαλοπρεπής», φεύγοντας νικητής από τη Ρόδο, δίνει εντολή να συντηρηθούν τα κατεστραμμένα από τη πολιορκία τείχη της Ρόδου, στη υπάρχουσα τότε μορφή.

Ο 16ος αιώνας φαίνεται ότι είναι μια σκοτεινή περίοδος για ολόκληρο το νησί. Στην πόλη της Ρόδου δεν έχουν αποκαλυφθεί τουλάχιστον μέχρι σήμερα, έστω και δείγματα τέχνης, της πλέον χαρακτηριστικής εκδήλωσης του ανθρώπου. Στα χωριά της Νότιας Ρόδου, το μουσουλμανικό στοιχείο είναι χαμηλό. Υπάρχει μια σχετική αυτοδιοίκηση και οι Τούρκοι αρκούνται στο να εισπράττουν τους φόρους. Λόγω της αυτοδιοίκησης αυτής υπάρχουν και ορισμένα δείγματα τέχνης πού σώζονται μέχρι σήμερα όπως είναι ο Άγιος Γεώργιος στην Προφύλια και οι τοιχογραφίες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ασκληπιείο.

 

Άγιος Γεώργιος Βάρδας Τοιχογραφία Κοιμ.Θεοτόκου Ασκληπειού

 

Τον 17ο και 18ο αιώνα δίδονται οι άδειες από τους Τούρκους και σε όλα τα χωριά του Δήμου Νότιας Ρόδου, κτίζονται εκκλησίες του γνωστού Δωδεκανησιακού τύπου, που μιμούνται τα Γοτθικά σταυροθόλια των Ιπποτών.

Τον 19ο αιώνα φθάνουν στο νησί διάφοροι Ευρωπαίοι περιηγητές οι οποίοι μας περιγράφουν την οικονομική και πολιτιστική εξαθλίωση των κατοίκων. Μεταξύ τους και ο Viktor Guerin που πέρασε απ’ τα χωριά και αρχίζει το βιβλίο του με την αφιέρωση «-Αφιερώνεται-Στις σκιές των σοφών της ελληνοτραφούς Ευρώπης που ήρθαν προσκυνητές, μελέτησαν και ύμνησαν τα κλέη και την οικουμενική διάσταση της Ρόδου». Και τελειώνει γράφοντας «Είθε να έχω συμβάλλει από τη δική μου αδύναμη πλευρά, ώστε να γίνει καλύτερα γνωστό το περίφημο αυτό νησί, που, και ξεπεσμένο από τη δόξα του όπως είναι, αλίμονο! σήμερα, όμως φαίνεται γεμάτο ακόμη από ενδιαφέρον και μνήμες. Κανένα άλλο νησί του Αρχιπελάγους δεν υπήρξε και από τη φύση του πιο ευνοημένο και ταυτόχρονα κατάμεστο από συμβάντα. Κανένα άλλο δεν έχει παίξει στην σκηνή της ιστορίας ένα ρόλο λαμπρότερο».

Μας ενημερώνει για τη ζωή και της ασχολίες των κατοίκων, για την μελισσοκομία την γεωργία την κτηνοτροφία και την αλιεία, όπως επίσης και για το κυνήγι, λαγούς, πέρδικες και τα κοπάδια από τα ελάφια της ποικιλίας «τάμα-τάμα» που συναντά, κυρίως στην περιοχή της Νότιας Ρόδου. Επίσης αναφέρεται στα δάση και στα φυτά. Ιδιαίτερη εντύπωση του κάνει το πεύκο, το οποίο φυτρώνει μεν πολύ εύκολα, αλλά παραμένει αδύνατο και λεπτοκαμωμένο. Δεν μοιάζει με τα χοντρόκορμα πεύκα που συνάντησε στη Κορσική. Αυτό το λεπτοκαμωμένο πεύκο παρατηρείται περσότερο στη Νότια Ρόδο λόγω της λειψυδρίας. Σε αντίθεση με τα Κυπαρίσσια που ανταγωνίζονται τις λεύκες της Γαλλίας. Λυπάται όμως για την αλόγιστη υλοτομία που γίνεται από τους Τούρκους και έτσι όπως λέει το νησί κινδυνεύει να χάσει τον πλούτο του. Μας δίνει επίσης και τις θέσεις διάφορων μνημείων που συνάντησε. Περνώντας από τα χωριά του Δήμου Νότιας Ρόδου, αναφέρει τα αρχαία ερείπια και το Ιπποτικό φρούριο που συναντά στο χωριό Ασκληπιειό, την ωραία πεδιάδα με τους αιωνόβιους ελαιώνες ανάμεσα στους οποίους είναι κτισμένο το χωριό Βάτι. Συναντά τον ωραίο Ιπποτικό πύργο που έστεκε ακόμα στο Γεννάδι, και λέει για την απομονωμένη θέση που βρίσκεται το χωριό Μεσαναγρός και πώς για αρκετά χρόνια είχε αγνοηθεί από τους Τούρκους, ξεφεύγοντας έτσι τη φορολογία. Στη Λαχανιά αναφέρει τα ερείπια δύο κατεστραμμένων χωριών, το μεγαλόπρεπο Ιπποτικό φρούριο, το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής και τα ερείπια της αρχαίας πόλης Ιξίας, καθώς και το ωραίο πευκόφυτο δάσος της περιοχής. Στην Κατταβιά μας λέει για το φρούριο που συναντά. Στην Απολακκιά αναφέρει τα ερείπια της Αγίας Αναστασίας στη θέση Ζωναρά που βρέθηκε προσφατα σε ανασκαφή και το ερειπωμένο φρούριο. Περιγράφει στην περίτεχνη διακόσμηση των μαρμάρων της Αγίας Ειρήνης στην Αρνίθα και το δάσος που περιβάλει την Προφύλια το οποίο είναι γεμάτο από ελάφια και αγριοκάτσικα. Τέλος, στο χωριό Ίστριος αναφέρεται στο εκκλησάκι του Άγιου Μερκούριου.

Βρισκόμαστε στην εκπνοή του 19ου αιώνα ένα πρωί του Οκτώβρη του 1894 ο γάλος περιηγητής M.L.Launay, θ’ αφήσει την πόλη της Ρόδου και θα κάνει ένα γύρο στα χωριά. Θα υμνήσει τους αρχαίους και τα ερείπια, θα περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια το ροδίτικο σπίτι, τους τοίχους από εκθαμβωτικά λευκό ασβέστη, τη διατροφή, τις συνήθειες των κατοίκων, και θα περιγράψει τη φυσιογνωμία και τη φορεσιά της Ροδίτισσας.

Αποσπασματικά γράφει «Όλα είναι όμορφα με αυστηρές γραμμές ή έχουν μια εκλεκτή νεανική φρεσκάδα αλλά πόσο θα ξαφνιάζονταν εκείνοι που παρουσιάζουν την Ανατολή κομμένη και ραμμένη σε ύφος πανομοιότυπο σαν από μηχάνημα με αταίριαστα ανακατέματα ενδυμασιών, πορτοκαλιές, κόκκινες, πράσινες φιστικί, βιολετιές. Εδώ δεν υπάρχει παρά μόνο λευκό και γκρι, με αντανακλάσεις του μπλε ή του ροζ, σε τόνους λεπτούς σχεδόν ευρωπαϊκούς.

»Ενώ οι ροδίτισσες ποζάρουν με ευχαρίστηση μπροστά μου, είναι ευκαιρία να εξετάσω λιγάκι περισσότερο την ενδυμασία τους, η οποία είναι ίδια για όλες τις γυναίκες στο νησί. Είναι ντυμένες μ’ ένα απλό λευκό πουκάμισο πάνω από το οποίο φοριέται μια φούστα μ’ ένα κορσάζ χωρίς μανίκια, τόσο στενό που μοιάζει μ’ ένα ζευγάρι τιράντες. Αυτή η φούστα, ως επί το πλείστον λευκή επίσης, είναι καμιά φορά μπλε και όταν την ανασηκώνουν για τη δουλειά δημιουργεί ένα μπλε τρίγωνο στη μέση του σώματος. Το πουκάμισο πάντα πάρα πολύ μισάνοικτο αφήνει να φαίνονται χωρίς ψεύτικη ντροπή ο λαιμός και τα φουσκωμένα στήθη (κάνει τόσο ζέστη!) τα πόδια είναι γυμνά ή εγκλωβισμένα σε μεγάλες μπότες από κίτρινο δέρμα.

»Αυτές οι ροδίτισσες είναι εύρωστες, δυνατές στη δουλειά και πολύ σκληραγωγημένες. Το περπάτημα δώδεκα ή δεκατρείς ώρες στο βουνό δεν τις φοβίζει. Όταν δεν σκάβουν ή δεν εργάζονται στα χωράφια, κρατούν ασταμάτητα τη ρόκα τους και γνέθουν το λευκό βαμβάκι της εκλεκτής σοδιάς. Ενώ περπατούν και γνέθουν μεταφέρουν δύο παιδιά ταυτόχρονα: ένα νεογέννητο φασκιωμένο μέσα σ’ ένα μεγάλο σάκο κρεμασμένο πίσω από την πλάτη, ένα άλλο μεγαλύτερο καβάλα πάνω στο λαιμό που με τα δύο χέρια πιάνεται από το κεφάλι τους.

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, αρχίζει και το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική και είχε ως κύριο λόγο το χαμηλό βιοτικό επίπεδο.